Η Περιφερική Αρτηριακή Νόσος (ΠΑΝ) έχει πολλούς παράγοντες κινδύνου, κάποιους πιο σημαντικούς από άλλους. Για παράδειγμα, το κάπνισμα είναι ο μοναδικός και μεγαλύτερος τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για την ΠΑΝ και πολλές ακόμα καρδιαγγειακές παθήσεις. Ένας άλλος παράγοντας κινδύνου, ο οποίος αναφέρεται συχνά μαζί με το κάπνισμα, για την ΠΑΝ και τα καρδιαγγειακά νοσήματα γενικά, είναι η υπέρταση.
Η υπέρταση είναι μια πολύ συνηθισμένη πάθηση: εκτιμάται ότι το 2010 περίπου 1,39 δισεκατομμύρια άτομα είχαν αυξημένη αρτηριακή πίεση (που ορίζεται ως μέση συστολική αρτηριακή πίεση άνω των 140 mm Hg και μέση διαστολική αρτηριακή πίεση άνω των 90 mm Hg) [1]. Παράλληλα, αποτελεί τον κύριο παράγοντα κινδύνου για τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα (δεν αποτελεί αιτία από μόνη της) για 9,4 εκατομμύρια θανάτους το 2010, μόνο λόγω της σύνδεσής της με σχεδόν όλα τα καρδιαγγειακά νοσήματα, κύρια αιτία θνησιμότητας παγκοσμίως [2,3]. Πιο συγκεκριμένα η στεφανιαία νόσος ήταν η αιτία για 8,92 εκατομμύρια θανάτους το 2015 [4].
Γιατί γίνεται αναφορά στη στεφανιαία νόσο σε ένα άρθρο για τη σχέση μεταξύ υπέρτασης και ΠΑΝ;
Υπάρχει σημαντική συσχέτιση, καθώς πολλοί ασθενείς (22% έως 42%) με στεφανιαία νόσο έχουν επίσης ΠΑΝ, διατρέχοντας υψηλότερο κίνδυνο από εκείνους μόνο με στεφανιαία νόσο [5,6,7,8]. Η ίδια η ΠΑΝ έχει αναγνωριστεί ως ένας κλινικά σημαντικός προγνωστικός δείκτης της συνολικής καρδιαγγειακής υγείας (η παρουσία αθηροσκλήρωσης στις αρτηρίες των κάτω άκρων μπορεί να είναι ενδεικτική της παρουσίας της και σε άλλες αρτηρίες).
Επιπλέον, τα άτομα με ΠΑΝ γενικά διατρέχουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο, με εκτιμήσεις θνησιμότητας 5 ετών κοντά στο 30% (έναντι 10% για την ομάδα ελέγχου χωρίς ΠΑΝ) – περίπου το 75% των θανάτων είναι καρδιαγγειακής φύσεως [9].
Η αιτία είναι φυσικά η αθηροσκλήρωση – ο υποκείμενος μηχανισμός της στεφανιαίας νόσου και της ΠΑΝ και η επίδραση της υπέρτασης στην αθηροσκλήρωση. Ο ακριβής μηχανισμός πίσω από τη συμβολή της υπέρτασης στην αθηρογένεση δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί, αλλά πιθανότατα περιλαμβάνει ανωμαλίες στην ενεργοποίηση αιμοπεταλίων και την ινωδόλυση, δυσλειτουργία ενδοθηλιακών κυττάρων και μη φυσιολογικά επίπεδα αιμοστατικών παραγόντων [10,11].
Δεδομένης της συσχέτισης της με την αθηροσκλήρωση, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η υπέρταση είναι αρκετά επικρατέστερη στους ασθενείς με ΠΑΝ (35% έως 55% των διαγνωσμένων ατόμων) [11]. Οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει να έχουν υπόψη τους αυτό το γεγονός όταν εξετάζουν έναν ασθενή που είναι υπερτασικός ή βρίσκεται σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα κινδύνου για ΠΑΝ.
Η επίδραση της υπέρτασης στην ΠΑΝ
Παρά την ισχυρή συσχέτιση, οι περισσότεροι κλινικοί γιατροί αποτυγχάνουν να ανιχνεύσουν την ΠΑΝ σε υπερτασικούς ασθενείς, εκτός εάν παρουσιάζουν συμπτώματα που είναι τυπικά για την ασθένεια. Συγκεκριμένα, μόνο το 2% έως 5% αυτών έχει διαλείπουσα χωλότητα (σύμπτωμα που εμφανίζεται συχνότερα με την ηλικία) [11].
Επιπλέον, μελέτες έχουν δείξει ότι η ασυμπτωματική ΠΑΝ είναι συνηθισμένη στους υπερτασικούς ακόμη και αν δεν παρατηρούνται άλλες συννοσηρότητες [12]. Επομένως, συνιστάται οι υπερτασικοί να υποβάλλονται σε διαγνωστικούς ελέγχους σχετικά με την ΠΑΝ για τον εντοπισμό εκείνων με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο (ιδιαίτερα με Πίεση Σφυγμού άνω των 65 mm Hg) [12].
Μια ολοκληρωμένη διαγνωστική λύση
Ο ταχύτερος και οικονομικότερος τρόπος διάγνωσης της ΠΑΝ βασίζεται στη μέτρηση του Σφυροβραχιόνιου Δείκτη (ABI), η οποία μέχρι πρόσφατα απαιτούσε εξειδικευμένους εξεταστές, καθώς υπήρχε πιθανότητα λανθασμένης διάγνωσης. Επίσης, απαιτούσε αρκετό χρόνο, γεγονός που περιόριζε τις δυνατότητές του προληπτικού ελέγχου σε μεγάλη κλίμακα [13]. Πλέον υπάρχουν πολύ καλύτερα εργαλεία, όχι μόνο για τη μέτρηση του ΑΒΙ, αλλά και για την αξιολόγηση της καρδιαγγειακής υγείας εν γένει. Το MESI mTABLET, σε συνδυασμό με τα κατάλληλα modules, προσφέρει μια ολοκληρωμένη διαγνωστική λύση για την ΠΑΝ, καθώς και άλλους δείκτες καρδιαγγειακής υγείας.
Ο σχεδιασμός του MESI mTABLET επιτρέπει στους κλινικούς ιατρούς να εκτελούν με επιτυχία διάφορες διαγνωστικές εξετάσεις διαδοχικά, εάν κάποια ή η αρχική εξέταση έχει δείξει πιθανά καρδιαγγειακά προβλήματα (πολύ συχνό φαινόμενο λόγω της αλληλεπίδρασης των δεικτών). Για παράδειγμα, ένας κλινικός ιατρός μπορεί να μετρήσει την αρτηριακή πίεση ενός ασθενούς (χρησιμοποιώντας τη μονάδα MESI mTABLET BP) και να καθορίσει ότι η αρτηριακή πίεση είναι αυξημένη σε σχέση με την τιμή από την προηγούμενη επίσκεψη (που σώζεται στο mRECORDS) ή ότι είναι υπερτασικός από την αρχή.
Εάν υποψιάζεται πιθανή ΠΑΝ, είτε με βάση τη διάγνωση υπέρτασης είτε με την ένταξη του ασθενούς σε ομάδα υψηλού κινδύνου, μπορεί να εκτελέσει μέτρηση ΑΒΙ χρησιμοποιώντας τα cuffs της μονάδας ABI του MESI mTABLET. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης σώζονται στη συνέχεια στον ηλεκτρονικό φάκελο του ασθενούς (mRECORDS) και μπορούν να γίνουν αντικείμενο διαβούλευσης με άλλους επαγγελματίες του τομέα της υγείας, είτε για μια δεύτερη γνώμη είτε ως μέρος της αξιολόγησης για πρόσθετες εξετάσεις ή θεραπεία, εάν ο ασθενής έχει σταλεί σε ειδικό (π.χ. αγγειακό χειρουργό). Η διάγνωση τόσο της υπέρτασης όσο και της ΠΑΝ δεν πρέπει να λαμβάνεται αψήφιστα, καθώς μπορεί να έχει σοβαρές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπλοκές για τους πάσχοντες.
Σημασία της μέτρησης ΑΒΙ σε άτομα με υπέρταση
Ο έλεγχος για ΠΑΝ σε υπερτασικούς ασθενείς δεν είναι μόνο σημαντικός από την οπτική γωνία της ίδιας της ΠΑΝ, αλλά και από την προοπτική της συνολικής καρδιαγγειακής υγείας, καθώς οι πάσχοντες και από τις δύο ασθένειες παρουσιάζουν χειρότερα αποτελέσματα. Οι ασθενείς με υπέρταση και ΠΑΝ εμφανίζουν πολύ αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου και εγκεφαλικού επεισοδίου [11]. Η συννοσηρότητα της υπέρτασης και της ΠΑΝ με άλλες παθήσεις έχει επιζήμιες επιδράσεις πέρα από εκείνες που σχετίζονται άμεσα με την καρδιαγγειακή υγεία.
Μελέτες έχουν δείξει μια συσχέτιση μεταξύ της υπέρτασης και ενός χαμηλού ΑΒΙ (διάγνωση ΠΑΝ), με μείωση των γνωστικών λειτουργιών σε υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα με διαβήτη τύπου 2 [14]. Η επίδραση στη συνολική θνησιμότητα είναι επίσης σαφώς αρνητική. Ο σωρευτικός λόγος θανάτου (σε διάστημα 5 ετών) για τους υπερτασικούς ασθενείς με ΠΑΝ ήταν διπλάσιος (ανεξάρτητα από το φύλο) σε σύγκριση με αυτούς χωρίς ΠΑΝ [15]. Επιπρόσθετα, ενώ η υπέρταση μπορεί να αντιμετωπιστεί με αντιυπερτασικά φάρμακα (εκτός από άλλες μεθόδους, όπως η αλλαγή του τρόπου ζωής), δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία ότι η αντιυπερτασική θεραπεία οδηγεί σε μείωση της συχνότητας εμφάνισης της ΠΑΝ [11].
Συνιστάται στους επαγγελματίες του τομέα υγειονομικής περίθαλψης να εξετάζουν τους υπερτασικούς ασθενείς για ΠΑΝ με βάση τη μέτρηση του Σφυροβραχιόνιου Δείκτη (ABI), καθώς τα ποσοστά θνησιμότητας είναι χειρότερα για τα άτομα με αμφότερες τις ασθένειες παρά για τα εκείνα με μόνο μία.
Αναφορές:
[1] https://www.ahajournals.org/doi/full/10.1161/CIRCRESAHA.116.304723
[2] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4156511/
[3] https://www.who.int/news-room/fact-sheets/detail/cardiovascular-diseases-(cvds)
[4] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5491406/
[5] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/17626985
[6] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/15125482
[7] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/7658111
[8] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/12679757
[9] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC1994028/
[10] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/11464253
[11] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/7843763
[12] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/19587608
[13] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/8156330/
[14] https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4964588/
[15] https://journals.lww.com/jhypertension